-
1 единица
1. (измерения) η μονάδ/α *в - ах σε - εςпринимать за - у λαμβάνω ως/σαν -6 εκατομμυρίων χλμ.)средняя - μέση -, μεσαία -2. (число) (о αριθμός) ένα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > единица
-
2 мощность
-и θ.1. δύναμη•мощность голоса δύναμη της φωνής.
2. πάχος, χόντρος.3. (τεχ.) ισχύς•мощность двигателя η ισχύς του! κινητήρα•
работать на полную мощность δουλεύω με πλήρη απόδοση•
мощность электрического тока ισχύς ηλεκτρικού ρεύματος.
4. πλθ. -и παραγωγικά έργα (εργοστάσια, μηχανές κ.τ.τ.).